Έδειξα πίστη στους ανθρώπους ξανά και ξανά
και τελικά σχεδόν κάθε χέρι που
έσφιξα κρατήθηκε κλειστό και απόμακρο.
Και να ‘μαι εγώ, ο σοφός της
σύνεσης και του ανθρωπισμού,
σήμερα τα μηνίγγια μου να
σφυροκοπούν μες στην οργή.
Σα φοβισμένο ζώο,
σαν παιδί αδικημένου όχλου.
Με τη διαφορά ότι δε μου ‘χει μείνει
ούτε η πολυτέλεια να πιστέψω στην οργή μου.
Πώς να φορτώσω σε ξένες πλάτες
τα βάρη δικών μου προσδοκιών;
Ήμουν ο σοφός μιας πολιτείας των πάντων
που έχτισα ερήμην τους.
Μόνο σαν με πλάκωσαν τα μοιραία συντρίμμια της έμαθα
τι μαστόρευαν καιρό τα χέρια μου.
Κάθομαι πάνω στην πόλη,
δύσκολα ξεχωρίζω από αυτή,
σπασμένοι πια και οι δυο.
Θρηνώ τη χαμένη ομορφιά,
ατενίζω τους μακρινούς τόπους
που κρύβαν τα τείχη της.
Συλλογιέμαι θα ‘χω τη χαρά
να σημαδέψω τα μούτρα μερικών
όταν οι πέτρες της μικρότητάς τους
τιναχτούν προς τα εκεί απ’ όπου ήρθαν.
Ας είναι τούτος ο καρπός
της οργής που ξεχείλισε
απ’ τις ματωμένες σταγόνες
της άρτι αποκτηθείσας γνώσης˙
να μην εκθέτω τη σάρκα μου
βορά στις ορέξεις επιτήδειων αρπακτικών.
Να χτίσω ένα σπιτικό γεμάτο για μένα
στους τόπους έξω από το ερειπωμένο άστυ,
όχι μια πολιτεία για όλους και αδειανή.
4/3/2015
The house
I have shown faith to people again and again
and in the end almost every hand
that I have warmly shaken
has been kept
closed and distant.
And there I am, me, the wise man
of prudency and humanitarianism,
today my temples
hammering in rage.
Like a horrified animal,
like a child of a wronged mob.
The difference is that I don’t even have
the luxury to believe in my rage.
How could I charge on alien shoulders
the burden of my own expectations?
I had been the wise man of a polity of everybody
which I had built in their absence.
Only when its fatal ruins crashed upon me I did learn
what I had been crafting all along.
I rest upon the city
hardly discernible from it,
both of us broken now.
I lament the lost beauty,
I gaze upon the distant lands
that its walls had been hiding.
I reflect I will be given the satisfaction
to scar somebodies’ faces
when the stones of their pettiness
rebound back to their origins.
Let this be the fruit
of the overflown rage
by the blooded drops
of the newly acquired knowledge˙
not to expose my flesh
prey to the appetite of the ill meaning predators.
To build for me a house of fullness
in the lands beyond the deserted city,
not a polity of emptiness for everybody.
4/3/2015
No comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.