Sunday, July 19, 2020

Το πέρασμα μέσα από τη μαύρη λίμνη

(Η παρακάτω ιστορία γράφτηκε με αρχικό ερέθισμα το μουσικό κομμάτι της May Roosevelt "The unicorn died":
https://www.youtube.com/watch?v=g5WY8zyIRms
Αφού το άκουσα άρχισε να δομείται μια ιστορία η οποία στη συνέχεια απέχτησε τη δική της αυτονομία. Γράφτηκε τρία με τέσσερα χρόνια αργότερα από τη σύλληψή της.)


Στεκόταν για ώρα στητός στα τέσσερα μυώδη πόδια του, σχεδόν ακίνητος, υποβλητικός. Ελάχιστα μπορούσαν να ακουστούν πέρα από την ανάσα που εκτονωνόταν καυτή από τα ρουθούνια του. Είχε ξαστεριά και ένα ήρεμο καθαρό αεράκι. Η μάνα του, η σελήνη, παρακολουθούσε με όλη της την προσοχή, καρφωμένη στην αναπόδραστη τροχιά της. Πότε πότε το κεφάλι του παραδινόταν σε ένα ατελές τίναγμα ή μια οπλή άφηνε ένα αμήχανο σύρσιμο στιγμιαία στο έδαφος. Ο περίγυρος φωτιζόταν από την αντιφεγγιά των άστρων και της σελήνης στο ασήμι των οπλών, της πλούσιας χαίτης και της ουράς, του μοναδικού κέρατου και στο πυκνό ολόλευκο τρίχωμα. Τα γκρίζα μάτια απλανή. Αποσπασματικές μνήμες. Το βάρος της απόφασης έλκυε την επανάληψη σκέψεων, αισθήσεων, αισθημάτων. Ανταγωνιζόταν με την αντίσταση στην αλλαγή. Το φως έκαιγε τις θαμπές σάρκες, θα τον κατασπάραζαν για να σβήσουν τον πόνο τους. Το φως ήταν τόσο λαμπρό που έκρυβε την αλήθεια. Η εξορία μίας ομορφιάς.Ό,τι προσέφερε, ό,τι πρόσμενε για αμέτρητο καιρό, αυτή η ομορφιά. Και το φως ήταν κεντημένο πάνω του, μέσα του. Το ξήλωμα. Η κοιλιά και το στέρνο του κόμπιασαν. Δεν άργησαν να καταλαγιάσουν οι ριπές όσων τον τάραζαν. Καταλάγιασε και ο εαυτός του. Χαλάρωσε πάλι.
Η απόφαση άδεια και αδιάλλακτη. Κλώτσησε άτακτα ένα σβώλο χώματος, ανέμισε την ουρά του. Θα ξεφορτωνόταν τα δεσμά του χέζοντάς πάνω τους μια ωραία πράσινη σβουνιά. Λάκτισε και κίνησε να καλπάζει μες στη νύχτα. Το σκληρό έδαφος στέναζε με ευχαρίστηση καθώς η χάρη των οπλών το σφυροκοπούσε. Κάλπαζε. Αυτό μόνο είχε σημασία. Το τράνταγμα στα πόδια του και ο κρότος των οπλών μετρονόμοι της πραγματικότητας. Η πεδιάδα, ο ουρανός, η σελήνη, το χορτάρι, οι πέτρες…Το ένα σπασμένο άδειο κέλυφος μετά το άλλο. Στην ευθεία το δάσος. Ένα ολόκληρο κέλυφος που περίβαλε το μετά, και που σταθερά μεγάλωνε. Κάλπαζε ορμητικά. Άφηνε πίσω του συστάδες φυτών. Έστρεψε ηδυπαθώς το κεφάλι του προς αυτές και αναπήδησε γελώντας σιωπηλά στην ιδέα να κρυφτεί σε μια λόχμη, να παριστάνει το λουλούδι και πως δεν τον αγγίζουν οι έγνοιες του κόσμου. Μερικά κίτρινα άνθη, κάποια γαλάζια με κόκκινες υφές.Παλιές χαρές έρευσαν θερμές από τη στάχτη παιχνιδιών στα λιβάδια. Στραγγίστηκαν από το ρίγος που άρχισε να τον διαπερνά˙ το σίγασε κατευθείαν με μυϊκούς ελιγμούς. Εστίαση, οπλές, δάσος. Αέρας. Κάλπαζε. Ταξίδεψε και αντήχησε το κρώξιμο ενός πουλιού βαθιά από το πέπλο του μεσονυχτίου. Κάλπαζε…Δεν άργησε να πλησιάσει τις παρυφές, την είσοδο. Ο λιγοστός άνεμος ξέπνευσε μπρος στοτείχος των δέντρων και των βαθυπράσινων φύλλων τους. Η σελήνη δεν είχε χάσει στιγμή από τη σκηνή. Τα λόγια της είχαν αποβεί μάταια. Στην απεγνωσμένη της σιωπή,σε μια ανεξήγητη υπέρβαση των κοσμικών νόμων έλαμψε δυνατότερα. Ήταν για να διαπεράσει την ασάλευτη σκιά των δέντρων και να φωτίσει το δρόμο του παιδιού της ή μήπως για να κάνει πιο τρομερή την αντίθεση του ασημόλευκου κορμιού του με το σκοτάδι του δάσους και να το τραβήξει πίσω; Η κίνηση του μονόκερου δεν εμποδίστηκε ούτε από φως ούτε από σκοτάδι ούτε από δέντρα και κλαδιά. Συνέχιζε. Δε δίστασε, δε διέκοψε καθόλου την πορεία, παρά σε μια ανεπαίσθητη εκπνοή αφού είχε, όσο άντεχε, ρουφήξει μεμιάς τις τελευταίες αισθήσεις έξω από το τείχος.Έσυρε κραυγή μεγάλη. Το κέλυφος του δάσους υποχώρησε αβίαστα στο προχώρημά του αποκαλύπτοντας το πυκνό σκοτάδι. Κρύφτηκαν τα πάντα. Τίποτα δεν άλλαξε. Τη θέση του ανέμου είχαν πάρει τώρα τα κλαδιά, τα φύλλα και τα αγκάθια. Του χαδιού της ανοιχτωσιάς τα σκισίματα της σάρκας μες στο κοντανάσαιμα στην πηχτή ατμόσφαιρα. Δε χρειαζόταν να βλέπει πού πηγαίνει, μόνο να ξέρει ότι προχωράει χωρίς σταματημό στο δάσος,και θα έφτανε στη μαύρη λίμνη. Κάλπαζε. Κλωνάρια τσακίζονταν από το κέρατό του, πέτρες θρυμματίζονταν από τις οπλές. Η καρδιά του σκίρτησε όταν ξαφνικά ένιωσε τα πόδια του να βυθίζονται. Δεν τον πρόδωσε όμως, τον συντρόφευσε μέχρι το χαμό.
Όσο με σφιγμένα τα μάτια, η λίμνη τον βούλιαζε λαίμαργα στα αρυτίδωτα νερά της. Πνιγόταν μαζί του. Διαλύθηκε μαζί του. Τα φύλλα πήραν τις τελευταίες σταγόνες από το κορμί του μαύρου ίππου καθώς αυτός αναδυόταν από το δάσος, σβήνοντας τα ίχνη του φόνου.Ένα διάφανο δάκρυ που δίχως λυγμό είχε διασχίσει το αδρό πρόσωπο, έμεινε αστράφτοντας στο φύλλο ενός άγριου θάμνου,και έτσι το δάσος και ο ίππος χωρίστηκαν. Το καλλίγραμμο σώμα του γλύκαινε γρήγορα παραμερίζοντας το μούδιασμα και τη δυσκαμψία. Ένας ίσκιος με έβενο στις οπλές, στην πλούσια χαίτη και ουρά και στο δασύ μαύρο τρίχωμα ξεχύθηκε ατάραχος στη νυχτερινή πεδιάδα. Την εξερευνούσε με νεαρή περιέργεια. Στην εξερεύνηση αυτή έπαιρναν μέρος και τα ασημόλευκα μάτια του. Μακρινές άγνωστες λάμψεις που παρηγορούσαν τη σελήνη. Δυο σιγανές και διαπεραστικές δέσμες διαχέονταν φανερώνοντας κρυφές ασημόλευκες φλέβες στον κορμό της γης. Τα κελύφη ενώθηκαν ανταμώνοντας τη ματιά του. Ο μαύρος ίππος επέλεγε το δρόμο του.

7/2/2020

No comments:

Post a Comment

Note: Only a member of this blog may post a comment.