Thursday, November 12, 2020

Memory of need

I entered barefoot to talk
in the university’s classroom
with all those in their suits and ties
and greeted them with my dirty soles.
I flirted at the square
the neighbor’s middle-aged wife
who must had forgotten
the magma vein which electrifies her body,
sitting stupefied in front of her house’s wall.
I broke the silence of the assembly
with my gurgling and playful laughter
where everybody remained hooked
on their ridiculous seriousness.
I gave a deep hug
to a body that had no affection to give back,
in a routine of transactions.
I gifted or wasted my body
sometimes ending up more sometimes less
but always vibrating,
instead of keeping it proprietary, integral and still
until it enters the grave.
I danced at night
as if it was the last thing I would do in my life
among the crowd who is bored even to breath.
I lived for creation,
I flickered for the color of a chair
a wrinkle of a smile
and a geometric shape,
there where egos are infuriated
doing nothing else than shouting
me me me.
I went through hardships, pain and smile
struggles and tears and happiness
although I was told to be dour, pity myself for my luck
and I have found joy
even amongst ugliness.
I halted everything to think
when all was intimidatingly calling for action without thought
and for result without essence.
I put my body in the front
before the innocent was beaten,
I fought, while in other times
I would have stood paralyzed at the spectacle.
Among all these
some have happened and some have happened in my imagination
and one way or the other,
some were given to me and some I conquered.
They are all memory of need though.

21/6/2018

 

Μνήμη ανάγκης

Μπήκα ξυπόλητος να μιλήσω
στο πανεπιστημιακό διδακτήριο
με όλους τους γραβατωμένους
και τους χαιρέτισα με τις βρώμικες πατούσες μου.
Φλέρταρα στην πλατεία
με τη μεσήλικη γυναίκα του γείτονα
που θα ‘πρεπε να έχει ξεχάσει
τη φλέβα μάγματος που ηλεκτρίζει το σώμα της,
να κάθεται αποχαυνωμένη μπρος στον τοίχο του σπιτιού της.
Έσπασα τη σιωπή της συνέλευσης
με γάργαρο και παιχνιδιάρικο γέλιο
εκεί που όλοι μέναν αγκιστρωμένοι
στη γελοία σοβαρότητά τους.
Έδωσα μια βαθιά αγκαλιά αγάπης
σε ένα κορμί που δεν είχε στοργή να δώσει πίσω,
σε μια καθημερινότητα δοσοληψίας.
Χάρισα ή ξόδεψα το σώμα μου
άλλοτε καταλήγοντας περισσότερος άλλοτε λιγότερος
μα πάντα παλλόμενος,
αντί να το κρατήσω ιδιόκτητο, ακέραιο και ακούνητο
μέχρι να μπει στον τάφο.
Χόρεψα το βράδυ
σα να ήταν το τελευταίο πράγμα που θα κάνω στη ζωή μου
ανάμεσα στο πλήθος που βαριέται και να ανασάνει.
Έζησα για τη δημιουργία,
σκίρτησα για το χρώμα μιας καρέκλας
μια ρυτίδα από ένα χαμόγελο
και ένα γεωμετρικό σχήμα,
εκεί που τα εγώ λυσσομανούν
μην κάνοντας τίποτε άλλο από το να φωνάζουν
εγώ εγώ εγώ.
Δυσκολεύτηκα, πόνεσα και χαμογέλασα
αγωνίστηκα και έκλαψα και χάρηκα
αν και μου λέγαν να ‘μαι μίζερος, να λυπάμαι για την τύχη μου
και βρήκα την ευχαρίστηση
ακόμη και ανάμεσα στην ασχήμια.
Τα σταμάτησα όλα για να σκεφτώ
όταν όλα καλούσαν απειλητικά στη δράση δίχως σκέψη
και στο αποτέλεσμα χωρίς ουσία.
Έβαλα το σώμα μου μπροστά
πριν χτυπηθεί η αθώα,
πολέμησα, ενώ άλλοτε
θα στεκόμουν παράλυτος στο θέαμα.
Από όλα αυτά
κάποια συνέβησαν και κάποια συνέβησαν στη φαντασία μου
και είτε έτσι είτε αλλιώς,
κάποια μου δόθηκαν, κάποια τα κατέκτησα.
Είναι όλα μνήμη ανάγκης όμως.

21/6/2018

No comments:

Post a Comment

Note: Only a member of this blog may post a comment.